- κρεοθήκη
- κρεοθήκη, ἡ (Α)μέρος όπου φυλάγεται το κρέας.[ΕΤΥΜΟΛ. < κρε(ο)-* + -θήκη (< τίθημί), πρβλ. βιβλιο-θήκη, πινακο-θήκη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κρεοθήκη — larder fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θήκη — η (ΑΜ θήκη) 1. σκεύος, κιβώτιο ή κουτί μέσα στο οποίο τοποθετείται κάτι για φύλαξη 2. επίμηκες περίβλημα από δέρμα, μέταλλο, ξύλο ή χαρτόνι στο οποίο μπαίνει η κοπίδα ξίφους ή μαχαιριού, θηκάρι («βάλε τὴν μάχαιραν εἰς τὴν θήκην») 3. σκληρό… … Dictionary of Greek
κρε(ο)- — και κρεατ(ο) (AM κρε[ο] και κρεω , Α και κρεα και κρεη και κρειο ) α συνθετικό λέξεων τής Ελληνικής που ανάγεται στη λ. κρέας και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό είτε αναφέρεται στο κρέας (κρεωνομώ, κρεωβορία) είτε… … Dictionary of Greek
κρεοθηκάριος — κρεοθηκάριος, ὁ (Α) υπεύθυνος για την αποθήκευση τού κρέατος και γενικά τών τροφίμων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρεοθήκη + κατάλ. άριος (πρβλ. αποθηκ άριος, βιβλιοθηκ άριος] … Dictionary of Greek